Στροφή στη βιολογική γεωργία (Άρθρο σε εφημερίδα)

Δημοσιευμένο άρθρο στο philenews.com: http://bit.ly/2MTpxZk

Με δεδομένο ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί πλέον μια οδυνηρή πραγματικότητα με ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις, ειδικότερα στη γεωργία του τόπου μας, επιστήμονες από διάφορους φορείς εργάζονται με στόχο την προστασία του πρωτογενή τομέα παραγωγής για τη διασφάλιση της επάρκειας των τροφίμων με την εφαρμογή της βιολογικής γεωργίας ως εναλλακτική στρατηγική.

Η Κύπρος σήμερα θεωρείται ως μια μη ώριμη αγορά βιολογικών προϊόντων, παρόλο που τα τελευταία χρόνια γίνεται μια σημαντική προσπάθεια τόσο από το κράτος όσο και από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Σκοπός αυτής της προσπάθειας είναι η προσαρμογή της γεωργίας μας στις κλιματικές αλλαγές, αλλά και ο μετριασμός των επιπτώσεων της γεωργικής δραστηριότητας στις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, καθώς και οι πρακτικές που ευνοούν την αποθήκευση του άνθρακα στα αγροτικά οικοσυστήματα.

Οι εργασίες αυτές γίνονται στο πλαίσιο του έργου LIFE+ORGANIKO το οποίο συγχρηματοδοτείται από το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το οποίο θέτει ως πρωταρχικό του στόχο τη βελτιστοποίηση του συστήματος της βιολογικής γεωργίας, ως προς τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, και να αναδείξει πρακτικές που να μετριάζουν τη συνεισφορά του τομέα στην κλιματική αλλαγή.

Το έργο συντονίζεται από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου και συμμετέχουν το Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών, το Τμήμα Περιβάλλοντος και το Kyoto Club (Ιταλία) και υποστηρίζεται από τον Σύνδεσμο Βιοκαλλιεργητών Κύπρου.

Στα πλαίσια υλοποίησης του, έχει συσταθεί μια διευρυμένη ερευνητική ομάδα από το Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών, η οποία αντιμετωπίζει τα θέματα ολοκληρωμένα, στοχεύοντας στην μεγαλύτερη δυνατή αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφορετικών ειδικοτήτων. Η ερευνητική ομάδα απαρτίζεται από τους δρα Μιχάλη Ομήρου (Γεωργική Μικροβιολογία, συντονιστής), δρα Διονυσία Φασούλα (Βελτίωση Φυτών), δρα Παναγιώτη Ντάλια (Εδαφική Οικολογία), δρα Δαμιανό Νεοκλέους (Θρέψη Φυτών), δρα Ιωάννη Μ. Ιωαννίδη (Μοριακή Βιολογία), Ανδρέα Στυλιανού (Αγροτική Ανάπτυξη) και Σωτηρούλα Ιωαννίδου (Φυλλοβόλα).

Η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα με ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στη γεωργία μας, ανέφερε χαρακτηριστικά στον «Φ» o επικεφαλής της Ερευνητικής Ομάδας του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών, δρ Μιχάλης Ομήρου, τονίζοντας ότι η μείωση των βροχοπτώσεων, τα έντονα καιρικά φαινόμενα, και η αύξηση της θερμής περιόδου, είναι μερικά φαινόμενα τα οποία ο καθένας μας μπορεί να διαπιστώσει. Τα φαινόμενα αυτά επηρεάζουν αναμφίβολα όχι μόνο την ποιότητα ζωής μας, αλλά ειδικότερα τον πρωτογενή τομέα παραγωγής, που είναι νευραλγικής σημασίας για την διασφάλιση της επάρκειας των τροφίμων.

Η παραγωγή γεωργικών προϊόντων αναμένεται να πληγεί σημαντικά από τη μεταβολή του κλίματος, παρόλο που η συμμετοχή του τομέα στην κλιματική αλλαγή είναι σχετικά μικρή, αφού σύμφωνα με τον IPCC (Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος) ανέρχεται στο 10%.

Οι κυριότερες επιπτώσεις λοιπόν της κλιματικής αλλαγής στον πρωτογενή τομέα παραγωγής αφορούν κυρίως την μείωση της παραγωγικότητας των αγροτικών οικοσυστημάτων, την αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης νέων εχθρών και ασθενειών, την περαιτέρω υποβάθμιση των εδαφών, τη μείωση των διαθέσιμων πηγών νερού για άρδευση και βεβαίως την αύξηση του κινδύνου διατήρησης των φυσικών πόρων.

Η προσαρμογή της γεωργίας στις κλιματικές αλλαγές, αλλά και ο μετριασμός των επιπτώσεων της γεωργικής δραστηριότητας στις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, καθώς και οι πρακτικές που ευνοούν την αποθήκευση του άνθρακα στα αγροτικά οικοσυστήματα, αποτελούν βασικές κατευθύνσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και την διασφάλιση της επάρκειας των τροφίμων σε ένα πλανήτη που ο πληθυσμός του αυξάνει προοδευτικά.

Σε αυτά τα πλαίσια, η βιολογική γεωργία καλείται να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο, ειδικά στους τομείς που σχετίζονται με την αποθήκευση του άνθρακα στο έδαφος, τη διατήρηση της γονιμότητας των εδαφών και την ορθολογική και αειφόρο διαχείριση των πόρων.

Σε ό,τι αφορά τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η εφαρμογή της βιολογικής γεωργίας, καθώς και η επέκταση των πρακτικών που εφαρμόζονται σε αυτήν και σε συστήματα συμβατικής γεωργίας, αναμένεται να έχουν θετική επίδραση ως προς τη μείωση των εκπομπών αερίων που προκαλούν το φαινόμενο.

Είναι λοιπόν εφικτό να βελτιστοποιήσουμε ικανοποιητικά και αποτελεσματικά τον πρωτογενή τομέα παραγωγής τροφίμων, ως προς την περιβαλλοντική του επίδοση που συνδέεται με την κλιματική αλλαγή;

Στην Κύπρο, οι κλιματικές αλλαγές αναμένεται να είναι σημαντικές και αυξημένης έντασης τα επόμενα χρόνια. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι η μείωση της ροής του νερού στα φράγματα αναμένεται να μειωθεί κατά 23% σύμφωνα με το κλιματικό μοντέλο PRECIS (CYPADAPT, 2013) ενώ ήδη βιώνουμε ακόμα μια χρονιά έντονης ανομβρίας.

Οι απειλές που δέχονται τα αγροτικά οικοσυστήματα είναι ήδη ορατές και η γονιμότητα των εδαφών και τα ύδατα ως πόροι δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις. Για το λόγο αυτό πρέπει να ληφθούν τέτοια μέτρα, που σε βάθος χρόνου θα βελτιώσουν την περιβαλλοντική επίδοση των συστημάτων παραγωγής.

Η χρηματοδότηση του έργου LIFE+ORGANIKO έχει ως πρωταρχικό του στόχο την βελτιστοποίηση του συστήματος της βιολογικής γεωργίας ως προς τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και να αναδείξει πρακτικές που να μετριάζουν τη συνεισφορά του τομέα στην κλιματική αλλαγή. Επιπρόσθετα, χρησιμοποιούνται δείκτες περιβαλλοντικής ποιότητας οι οποίοι θα αναδείξουν τα οφέλη της βιολογικής γεωργίας και συμβάλλουν στον μετριασμό των επιπτώσεων που προκαλούν τα συστήματα παραγωγής στην κλιματική αλλαγή.

Ταυτόχρονα, η ομάδα του έργου καλείται να χαρτογραφήσει την υφιστάμενη κατάσταση του τομέα της βιολογικής γεωργίας στην Κύπρο συνολικά και να προτείνει με το πέρας του έργου το 2019, εργαλεία πολιτικής και δράσεις τα οποία θα μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη του τομέα.

Εναλλακτική στρατηγική επιλογή για το κλίμα

Η Κυπριακή Δημοκρατία και συγκεκριμένα το υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, στα πλαίσια του Εθνικού Σχεδίου Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή (CYPADAPT, 2014) προτείνει μεταξύ άλλων τρία βασικά μέτρα τα οποία αποτελούν βασικά στοιχεία τόσο των Προγραμμάτων Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) όσο και της αειφορικής γεωργίας γενικά, συμπεριλαμβανομένης της βιολογικής γεωργίας:

Ενίσχυση των αγροπεριβαλλοντικών μέτρων του ΠΑΑ και ειδικότερα της βιολογικής γεωργίας. Μείωση της χρήσης των χημικών λιπασμάτων και αύξηση της χρήσης των οργανικών μορφών λίπανσης με έμφαση την εφαρμογή πρακτικών χαμηλών εισροών συμπεριλαμβανομένων αυτών της βιολογικής γεωργίας. Μέτρα ορθής διαχείρισης των υδάτινων πόρων με έμφαση στη χρήση προσαρμοσμένου στις Κυπριακές συνθήκες γενετικού υλικού

Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά η επίτροπος Περιβάλλοντος, Ιωάννα Παναγιώτου, ως υποστηρικτής της όλης προσπάθειας των οργανωμένων φορέων, «Η βιολογική γεωργία μπορεί να θεωρηθεί ως μια στρατηγική επιλογή για την προσαρμογή και των μετριασμό των κλιματικών αλλαγών, αφού μπορεί να μειώσει τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και να συμβάλει σημαντικά στην βελτίωση της δέσμευσης του άνθρακα, τόσο στις καλλιέργειες όσο και στο έδαφος».

«Οι μηχανισμοί μέσα από τους οποίους επιτυγχάνονται αυτοί οι στρατηγικοί στόχοι οφείλονται στις πρακτικές που εφαρμόζονται. Συγκεκριμένα, στη βιολογική γεωργία οι εκπομπές N2O είναι μικρότερες λόγω της μειωμένης χρήσης χημικών αζωτούχων λιπασμάτων. Η εφαρμογή συστημάτων αμειψισποράς, η ενσωμάτωση στο έδαφος οργανικών υπολειμμάτων, καθώς επίσης η κομποστοποίηση και η ορθή διαχείριση των υπολειμμάτων της καλλιέργειας (για παράδειγμα η διαχείριση των κλαδευμάτων) αποτελούν βασικές πρακτικές στα συστήματα βιολογικής γεωργίας και συμβάλλουν σημαντικά στην μείωση των απωλειών CO2 από το αγροτικό οικοσύστημα».

«Παρόλα αυτά όμως», σημείωσε, «η εκπομπή αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου εξακολουθεί να πραγματοποιείται, αφού είναι μια διαδικασία που πραγματοποιείται στο έδαφος και ρυθμίζεται από την μικροβιακή δραστηριότητα. Πέραν όμως της μείωσης των εκπομπών, η εισαγωγή στο αγροτικό οικοσύστημα οργανικών υπολειμμάτων έχει ως αποτέλεσμα την αποθήκευση του άνθρακα σε πιο σταθερές μορφές, μειώνοντας με αυτό τον τρόπο έστω και παροδικά την εκπομπή CO2 από το έδαφος».

Μείωση των εκπομπών αερίων

Η πρόκληση λοιπόν για την ερευνητική ομάδα του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών αλλά και των συνεργατών του έργου, είναι η περαιτέρω μείωση των εκπομπών αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου μέσω της βελτιστοποίησης του συστήματος διαχείρισης θρέψης των καλλιεργειών.

Μέχρι στιγμής και για πρώτη φορά στην Κύπρο πραγματοποιούνται μετρήσεις εκπομπών Ν2Ο και CO2 από συγκεκριμένα τεμάχια στον Πειραματικό Σταθμό του ΙΓΕ στην Αχέλεια της Πάφου και σε παραγωγούς μήλων στην Κυπερούντα το 2016-2017 και στο Στρουμπί το 2017-2018.

Από τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα, φαίνεται ότι οι εκπομπές Ν2Ο από την πιλοτική μονάδα και τα τεμάχια των παραγωγών που συμμετέχουν στο έργο είναι σημαντικά μικρότερα από τις τιμές αναφοράς του IPCC.

Στο μεταξύ, έχουν ληφθεί από παραγωγούς ολόκληρης της Κύπρου δείγματα τόσο από βιοκαλλιεργητές όσο και από παραγωγούς στη συμβατική γεωργία με σκοπό την ένταξη τους σε ένα σχέδιο αξιολόγησης της ποιότητας των εδαφών στα δύο συστήματα παραγωγής.

Στο 3% η καλλιεργούμενη έκταση βιολογικών

Η Κύπρος σήμερα θεωρείται ως μια μη ώριμη αγορά βιολογικών προϊόντων, παρόλο που τα τελευταία χρόνια γίνεται μια σημαντική προσπάθεια, τόσο από το κράτος όσο και από την ιδιωτική πρωτοβουλία.

Συγκεκριμένα, η καλλιεργούμενη έκταση βιολογικών προϊόντων ανέρχεται στα 4.000 περίπου εκτάρια και αφορά το 3% της συνολικά καλλιεργούμενης έκτασης.

Η κυριότερη καλλιέργεια σε ό,τι αφορά τις ετήσιες καλλιέργειες είναι αυτή του κριθαριού, ενώ για τις πολυετείς καλλιέργειες την μεγαλύτερη έκταση καταλαμβάνει η καλλιέργεια της ελιάς (Πηγή: Τμήμα Γεωργίας, 2016).

Η χαρτογράφηση η οποία έγινε στα πλαίσια του έργου, κατέδειξε ότι η βιολογική γεωργία στην Κύπρο παρουσιάζει σημαντικές ευκαιρίες περαιτέρω ανάπτυξης ειδικότερα στου τομείς όπως τα λαχανικά και τα φρούτα. Οι τομείς αυτοί χρήζουν βελτιώσεων σε ό,τι αφορά τις πρακτικές που εφαρμόζονται από τους παραγωγούς, έτσι ώστε να είναι δυνατή η παραγωγή οικονομικά βιώσιμης παραγωγής.